ἐκπίπτουσιν

ἐκπίπτουσιν
ἐκπί̱πτουσιν , ἐκπίτνω
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
ἐκπί̱πτουσιν , ἐκπίτνω
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λακωνιστής — ο, θηλ. λακωνίστρια (Α λακωνιστής) [λακωνίζω] νεοελλ. αυτός που ασχολείται με τους Λάκωνες, που μελετά τα σχετικά με τους Λακεδαιμονίους αρχ. 1. αυτός που μιμούνταν τους Λακεδαιμονίους 2. αυτός που ανήκε στη φιλοσπαρτιατική μερίδα, που συμπαθούσε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”